πορτοκαλής

πορτοκαλής
-ιά, -ί, Ν [πορτοκάλι]
1. αυτός που έχει το χρώμα τού ώριμου πορτοκαλιού, πορτοκαλόχρωμος
2. το ουδ. ως ουσ. το πορτοκαλί
το χρώμα τού ώριμου πορτοκαλιού
3. φρ. «το πορτοκαλί τού χρωμίου»
τεχνολ. σύνολο χρωστικών ουσιών οι οποίες περιέχουν, σε διάφορες αναλογίες, ουδέτερα και βασικά χρωμικά άλατα τού μολύβδου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πορτοκαλής, -ιά, -ί — αυτός που έχει χρώμα πορτοκαλιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νεραντζάτος — η, ο [νεράντζι] αυτός που έχει το χρώμα τού νεραντζιού, πορτοκαλόχρωμος, πορτοκαλής …   Dictionary of Greek

  • πορτοκαλόχρους — ουν, και πορτοκαλόχρωμος, η, ο, Ν 1. ο πορτοκαλής 2. το ουδ. ως ουσ. το πορτοκαλόχρουν συνθετική ουσία που δίνει κατά την βαφή το χρώμα τού ώριμου πορτοκαλιού, αλλ. το πορτοκάλι («το πορτοκαλόχρουν τού μεθυλενίου»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πορτοκάλι +… …   Dictionary of Greek

  • σανδαράκινος — η, ον, Α αυτός που έχει το χρώμα τής σανδαράκης, πορτοκαλής, πορτοκαλόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σανδαράκη + κατάλ. ινος (πρβλ. ξύλ ινος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”